Η μαρκίζα απέναντι έγραφε «ΠΟΤΟΠΟΙΕΙΟΝ» κι από τη φθορά της,
αναβόσβηναν μόνο μερικά γράμματα. Η παραδοσιακή πέτρινη βρύση δίπλα που
ανάβλυζε δροσερό ύδωρ, μου θύμισε την κουβέντα της μάνας μου «βάλε λίγο
νερό στο κρασί σου», άμα έκανε την ειρηνοποιό δύναμη στους διαπληκτισμούς
μου – για το dna ούτε λόγος.
Τόσες νερωμένες καταστάσεις γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Στάχτη και μπούρμπερη για πουκάμισα αδειανά και κούφιους ανθρώπους. Για φίλους που πούλησαν χονδρικώς την αξία μας, για πολιτικαντζήδες που θρονιάστηκαν για να μην πράττουν, για οικογένειες που δεν τίμησαν το θεσμό τους, για έρωτας που κάηκαν από τα «θα τα ξαναπούμε».
«Ρε Νίκο, τράταρε την παρέα μια κανάτα» είπε ο πιο άνετος από το δίπλα
τραπέζι και γέλασα για τον ψευτο-ανδρισμό του. Σε λίγο θα παρέλαυνε η Αριάδνη
του με το νέο αμόρε και ο ομορφονιός δεν θα ‘ταν τόσο άνετος.
Γοητευόμαστε από πειρασμούς και σε κάθε έναν από αυτούς, εθιζόμαστε.
Κάνουμε όσα μπορούμε για να μην δουν οι άλλοι την αδυναμία μας μέσα από τα
συμπτώματα του εθισμού. Ύστερα από κάθε εθισμό – που δεν είναι τίποτα
άλλο από εξάρτηση - ακολουθεί κι ένας μικρός θάνατος που ακυρώνει την
ανθρώπινη ύπαρξη.
Στη μαρκίζα απέναντι αναβόσβηνε μόνο το «το» και το «ον». «Το ον», που
εξακολουθεί να βρίσκεται μαζί με «το είναι» στο επίκεντρο του φιλοσοφικού
λόγου. Δηλώνει το υπαρκτό ή το παράδοξο; Δεν βαριέσαι, το ένα και το αυτό, σε
κάθε περίπτωση.
Αν η ζωή ήταν πεντάγραμμο, τότε οι νότες θα ήταν οι άνθρωποι. Μια
παρτιτούρα για να ολοκληρωθεί δεν θέλει παρά μόνο σύνθεση των ήχων του καθενός.
Μερικές συνθέσεις μένουν στην ιστορία ως κλασσικές και άλλες κάνουν το σόου
τους εποχιακά και χάνονται. Κι αν οι ήχοι μας μπορούν να γραφτούν στην ιστορία
εξαρτάται από τις νότες που θα επιλέξουμε να μας συνθέσουν.
Η γιαγιά Φανή το ίδιο πρωί στο καφενείο έτρεξε να προλάβει τα μαντάτα
χωρισμού της κόρης της – για να προλάβει τους καλοθελητές. Το
«κελεπούρι» γαμπρός έγινε σ’ ένα χρόνο ο «να μην σώσει». Αμ τι! Δυο εγγόνια
άφησε πίσω του για να φύγει με τη Ρωσίδα διευθύνων της εταιρείας του. Δεν είπε
κάτι για τα νυχτοπερπατήματα της κόρης της. Θα ‘ταν ασήμαντα.
Τα παιδιά τους, σκέφτηκα. «Μην τα ξυπνάτε τα παιδιά άμα ονειρεύονται». Να
ζουν στο μη πραγματικό, μπας και σωθούν από άγνοια.
«Όσο πιο βαρύ είναι το φορτίο, όσο πιο κοντινή στη γη είναι η ζωή μας, τόσο
είναι πιο αληθινή, πιο πραγματική*».
Γι’ αυτό οι τρελοί ίσως να είναι οι πιο ευτυχείς από όλους μας.
«Σου έφερα πάγο να προσθέσεις, είπε το γκαρσόνι και άφησε την παγοθήκη
δίπλα από το πλαστικό λουλούδι που είχε στο τραπέζι.
«Εγώ το κρασί μου δεν το νερώνω κι ας είναι ζεστό».
Ήδη η κουμανταρία στον ουρανίσκο μου έδινε την ελπίδα – αν με
πιάνετε.
(*Φράση από το βιβλίο «Η αβάσταχτη ελαφρότητα
του είναι» του Μίλαν Κούντερα)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου