Περπάτησε βιαστικά να τον φτάσει πριν βγει από το παρκινγκ. Έτσι που έτυχε να τον συναντήσει ήταν καλή ευκαιρία να του μιλήσει.
Τον κάλεσε στο τηλέφωνο τουλάχιστον εκατό φορές από την ημέρα που χώρισαν. Ανένδοτος. Τώρα που τον είδε, ήθελε να σταθεί απέναντι του και να του μιλήσει ντόμπρα. Να τον ντροπιάσει και να του αραδιάσει όλες εκείνες τις θυσίες που έκανε για πάρτι του τόσα χρόνια.
Το βήμα της ήταν ταχύ και οι μπότες της ακούγονταν πιο βιαστικές από ό,τι φαινόταν το σώμα αλλά το ίδιο βιαστικές με την κτυποκάρδι της. Θα του έδινε κι ένα χαστούκι στο τέλος να δείξει τον θυμό της. Για μια φορά δεν θα σεβόταν τίποτα.
Πρώτα θα μίλαγε με δυναμισμό. Θα του θύμιζε που τον περίμενε πάντα να γυρίσει από τα φιλόδοξα ταξίδια του, θα του έλεγε πόσο πόναγε κάθε φορά εκείνη η αναμονή. Θα του θύμωνε που δεν εκτίμησε τις στιγμές τους και που τα πέταξε όλα τόσο εύκολα. Θα του έλεγε πως τα βράδια πεταγόταν στον ύπνο της γιατί της έλειπε τόσο πολύ που νόμιζε θα σταματούσε η καρδιά της. Θα του έλεγε πως καμιά αγκαλιά και κανένα φιλί δεν μοιάζει με το δικό του. Θα του έλεγε πως την αδίκησε και την έφτασε στο αδιέξοδο.
Θα τον κοιτούσε στα μάτια ενώ μιλούσε, έτσι όπως έμαθε πάντα να τον κοιτάει, και θα μελετούσε τις μικρές λεπτομέρειες στο πρόσωπό του. Όχι, δεν θα έδειχνε αυτή την αδυναμία της σε καμιά περίπτωση! Αντιθέτως, θα ήταν καυστική στα λόγια της. Κάθετη. Απόλυτη. Ήταν δική του απόφαση να το τελειώσει αλλά τώρα θα ήταν δική της απόφαση να πει πως την πλήγωσε. Όφειλε να της δώσει αυτή την ευκαιρία. Της το χρώσταγε. Θα του θύμιζε και τις πρώτες τους στιγμές, να φέρει λίγο συναίσθημα στην κουβέντα. Αλλά κι αυτό θα το έλεγε με παράπονο.
Έπρεπε να μάθει πόσο την πλήγωσε. Αν χρειαζόταν θα τον έλεγε και εγωιστή ή αχάριστο. Θα τον έλεγε, γιατί έτσι που της φέρθηκε, αυτό ήταν. Στο τέλος θα παραδεχόταν ότι ακόμα τον αγαπάει και θα του έλεγε να αφήσουν τα καμώματα και να το πάρουν από εκεί που το άφησαν γιατί δεν τους αξίζει αυτό. Κι ότι της λείπει όσο τίποτε άλλο. Αυτό θα το έλεγε σίγουρα αλλά πρώτα έπρεπε να είναι ντόμπρα να του δώσει να καταλάβει ότι δεν είναι παιχνιδάκι του.
Η κορμοστασιά του ήταν γοητευτική ακόμα κι από πίσω όπως τον κοίταζε. Μύριζε αυτή την οικεία κολώνια που συνόδευε τις πιο δικές τους στιγμές. Έσκυψε λίγο για να φτάσει τον ώμο του.
Εκείνος γύρισε ξαφνιασμένος και στο βλέμμα του είχε το τέλος που μπήκε λίγους μήνες πριν.
«Μπορώ να σου μιλήσω;» του ψέλλισε χωρίς δυναμισμό, σχεδόν με απολογία.
«Τι κάνεις; Με παρακολουθείς;»
«Σε είδα τυχαία και..»
«Σταμάτα να με ενοχλείς. Χώνεψε το. Δεν θα είμαστε ποτέ ξανά μαζί»
«..Ήθελα μόνο να σου πω πως ξέχασες σπίτι μας ένα μπουφάν..»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου