Τράβηξε την τελευταία ρουφηξιά από το
τσιγάρο του και το έσβησε με μανία στο vintage τασάκι. Το αγόρασε από
ένα τουριστικό κάτω από το πανδοχείο που νοίκιασαν λίγο έξω από το Aragon. Πάνε
χρόνια από τότε αλλά δεν είχαν αλλάξει και πολύ τα πράγματα. Μόνο ότι δεν
ήταν πια μαζί.
Περπάτησε ως το δωμάτιο χωρίς λόγο κι
επέστρεψε στο σαλόνι να πάρει τα κλειδιά. Όπου κι αν πήγαινε ήταν με φλιπ φλοπ,
κοντό παντελόνι και μια αθλητική φανέλα, συνήθως διαφημιστική για εξώστ ή
εξαρτήματα αυτοκινήτων.
Περπατούσε σαν έφηβο σκολιαρούδι που δεν
είχε έγνοιες, εκτός από το αν τον θέλει η μικρή στο μπροστινό θρανίο.
«Μια σαγκρία, παρακαλώ».
«Μην αλλάζεις την κουβέντα, κάτι σε
ρώτησα».
«Δεν άλλαξα, ρε μωρό μου, ο σερβιτόρος
περίμενε να του πω τι να φέρει… Πωωω, κοίτα θέα! Στα καλύτερα σε πάω. Viva la espana».
«Φεύγω, Άρη».
«Τι εννοείς φεύγεις; Επειδή άλλαξα
κουβέντα;»
«Φεύγω διαπαντός. Πώς το λέμε; Από τη ζωή
σου, το σπίτι μας, την καθημερινότητα μας».
Άφησε τις σκέψεις του έξω στην είσοδο,
αλλά τον ακολούθησαν. Μπήκε στο κουτούκι με τη συνήθη εμφάνιση. Φλιπ φλοπ,
κοντό παντελόνι και μια φανέλα με μεγάλα γράμματα "Ξυλουργικά
μηχανήματα, Γιαννάκης Φιλήδονος". Κάθισε μόνος σε ένα τραπέζι που δεν ήταν, διακριτικά, σε κάποια γωνία. Περιεργάστηκε το χώρο. Είχε ένα ποδήλατο αντίκα
στον τοίχο κρεμασμένο και ένα σαξόφωνο σκουριασμένο πάνω στο μπαρ.
Τι του θύμισε τώρα..
«Άρη, τα φρένα δεν πιάνουν!»
«Ρε μωρό μου, πάτα τα για να πιάσουν».
«Άααρη πού είναιιιιιι..»
…
«Καλά δεν έχεις ξανακάνει ποδήλατο; Ήθελες
και καλάθι μπροστά, αλίμονό σου» της έλεγε λίγα λεπτά μετά, σκουπίζοντας τα
γόνατά της που μάτωσαν.
«Φυσικά κι έχω ξανακάνει. Αλλά πού να
θυμάμαι από τότε».
Η φανέλα του εκτός από διαφημιστική, ήταν
και ξεχειλωμένη. Έμοιαζε να ξύπνησε μ’ αυτήν και να βγήκε. Ήταν ωραίο
κουτουκάκι τελικά αυτό που πήγε αλλά χάλια η εξυπηρέτηση. Θα μπορούσε να το
έκανε και στέκι.
«Καλησπέρα σας. Τι θα πιείτε;»
«Να σου πω, παιδί μου, είναι εύκολο να
αλλάξεις μουσική;»
«Τι θα θέλατε να ακούσετε;»
«Ξέρω ‘γω, κάτι να ταιριάζει με την
ταυτότητα του μαγαζιού. Αυτό που ακούω είναι πολύ λαϊκίστικο για εδώ μέσα».
«Ναι κύριε, να το πω στον υπεύθυνο. Τι θα
πιείτε;»
«Α, πες να βάλει κάτι σε σαξόφωνο. Ωραία θα 'ναι».
«Βεβαίως, πάω, μέχρι να αποφασίσετε τι θα πιείτε».
«Δεν ξέρεις αυτό που λένε ότι ποδήλατο και
σεξ, αν τα μάθεις, δεν ξεχνάς ποτέ πώς γίνονται;» την πείραξε.
«Άσε με» του έκανε μούτρα και τον
σκούντησε ελαφρά.
«Έλα εδώ μωρέ, να σε πάω να φας να σου
περάσει. Τι πεινάς; Πες τι θες και φύγαμε».
«Πάμε στην πλατεία που είναι ο κύριος με
το σαξόφωνο;»
«Εκεί θες, εκεί να πάμε».
«Χωρίς ποδήλατο;»
«Χωρίς».
«Ελπίζω να σας αρέσει αυτή η μουσική» είπε ο σερβιτόρος κάπως εκδικητικά. «Τι θα πιείτε;» συνέχισε χωρίς να αφήνει περιθώριο απάντησης.
«Χωρίς».
«Ελπίζω να σας αρέσει αυτή η μουσική» είπε ο σερβιτόρος κάπως εκδικητικά. «Τι θα πιείτε;» συνέχισε χωρίς να αφήνει περιθώριο απάντησης.
«Μια σαγκρία, παρακαλώ».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου