Να ‘ναι χειμώνας
και να ψήνεις τον καφέ μόνος. Να ανοίγεις το ντουλαπάκι και να σερβίρεις στον
εαυτό σου κουλούρι με σουσάμι. Μόνο για σένα. Να ‘ναι το πιο γλυκό κουλούρι που
έφαγες ποτέ. Γιατί, έτσι κι αλλιώς, ονειρεύτηκες να το μοιράζεσαι με κάποιον
άλλον.
Το έβαλες κοντά στο στόμα της, την ίδια ώρα που είχε μάτια πρησμένα από τον ύπνο, το άρπαξε, σου χαμογέλασε, το μάσησε και σου ζήτησε ένα διπλό
ελληνικό. Πήγες δυο βήματα παραδίπλα στο
μικρό κουζινάκι και τον έφτιαξες. Στη χόβολη. Την είχες πάρει από ένα ταξίδι
σε ελληνικό νησί. Κι ας δεν ήσουν μαζί της. Σαν να ήξερες πως θα της άρεσε,
μερικά χρόνια μετά.
Φτάνεις στη
δουλειά. Κι αναρωτιέσαι τι ώρα θα σε καλέσει στο τηλέφωνο. Το διάλειμμα της είναι
συνήθως στις έντεκα και κάτι, και είναι ήδη δωδεκάμισι. «Δεν θα πρόλαβε» σκέφτεσαι και σε παρηγοράει η σκέψη αυτή και μόνο.
Το βράδυ κοιτάς
τα πόδια της να φλερτάρουν στα άσπρα σεντόνια και φυλακίζεις εκείνη την εικόνα
στο υποσυνείδητο για να την κάνεις ανάκληση όποτε γουστάρεις. Η μωβ νυχτικιά
της, ξεχυμένη στο κομοδίνο, μοιάζει πιο σκούρα με το ζεστό χρώμα του αμπαζούρ -κι εκείνη πιο γοητευτική.
Τις μέρες που
λείπει, αναμένεις το κωλοτηλέφωνο να φέρει κοντά τη φωνή της. «Δεν είναι ότι δεν με σκέφτεται, είναι που
δεν πρόλαβε», «Θα την πήρε ο ύπνος από την κούραση». Έτσι περνάνε οι μέρες..
και οι μήνες.
Ύστερα από έξι
μήνες και κάτι, καταλαβαίνεις ότι δεν προλαβαίνει, και ίσως να μη σε
σκέφτεται κιόλας, τελικά.
Κοιμάσαι νωρίτερα
το βράδυ για μην σε πονάνε οι σκέψεις. Είναι και κάτι νύχτες που βγαίνεις.
Χωρίς σταματημό. Χωρίς τέλμα. Να ξημερώσει και μετά να πας στο σπίτι. Ώσπου να
μη νιώθεις από το ποτό, και μετά. Έστω να μη σκέφτεσαι την επίπονη
καθημερινότητα σου.
Μετά από τα
πολλά, πολλά συνηθισμένα γεγονότα σου, μες τη μίζερη, μοναχική καθημερινότητά
σου, συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει.
Τι ποια; Αυτή για
την οποίαν έχτισες σκέψεις, όνειρα, δεδομένα, Ζωή.
Ξέρεις τι
σημαίνει ζωή; Είναι τρία γράμματα, μικρή λέξη, μα τεράστια η περιεκτικότητά
της. Πιο γεμάτη λέξη, δεν υπάρχει, και πιο πλήρης.
Κι αυτήν, με τη
μωβ νυχτικιά, Ζωή την έλεγαν. Μα δεν τη ζούσες στην καθημερινότητά σου. Ούτε ήταν
έτσι, όπως τη νόμιζες.
Κοιτάς γύρω σου
και δεν βλέπεις κανέναν. Δεν είναι κανένας. Δεν βρίσκεται κανένας με την
παρουσία του. Στη φαντασία σου ήταν κι αυτή; Αισθάνεσαι τρελός;
Ή ήσουν τελικά;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου