Ξημέρωσε πια. Πέντε
και εικοσιεπτά. Καλά, λίγο ακόμα και θα ξημερώσει.
Το χέρι μου
αγγίζει το μαξιλάρι δίπλα και είναι ακόμα άδειο. Εδώ και κάτι χρόνια, άδειο
είναι. Σταμάτησα να απλώνω τα πόδια να ζεσταθούν ανάμεσα στα δικά σου, γιατί
δεν τα βρίσκω ποτέ εκεί που θα έπρεπε να είναι.
Ξέρεις τι μου
λείπει αυτές τις ώρες; Ένα ακόμα «σ’ αγαπώ». Με τον ίδιο τρόπο που το έλεγες. Και
που κάθε επόμενη φορά, το άκουγα σαν με κοιτούσες και μόνο.
Δεν με ένοιαζε να ξυπνήσω τέτοιες ώρες γιατί θα το άκουγα από τη σφικτή αγκαλιά σου, σαν με τραβούσες κοντά, να με κλειδώσεις με χέρια και πόδια πάνω στο κορμί σου. Το άκουγα κι από τη ζέστη της αναπνοής σου που το ψιθύριζε. Το άκουγα από το φιλί στο λαιμό μου. Εκείνες τις ώρες.
Δεν με ένοιαζε να ξυπνήσω τέτοιες ώρες γιατί θα το άκουγα από τη σφικτή αγκαλιά σου, σαν με τραβούσες κοντά, να με κλειδώσεις με χέρια και πόδια πάνω στο κορμί σου. Το άκουγα κι από τη ζέστη της αναπνοής σου που το ψιθύριζε. Το άκουγα από το φιλί στο λαιμό μου. Εκείνες τις ώρες.
..Σαν και τώρα. Που
δεν είναι σαν τότε. Το μόνο κοινό, είναι η ώρα. Έξι παρά δέκα. Ανάθεμα στις σκέψεις
που βρήκαν την ώρα να τρυπώσουν στον ύπνο μου.
Σε ποιο αυτί να ψιθυρίζεις το «σ’ αγαπώ» αυτή την ώρα. Και ποιο κορμί φυλακίζεις μες στα χέρια σου. Ποια αγάπη
καλημερίζεις στη ζωή σου.
Ένα ακόμα «σ’ αγαπώ» να μου πεις, να κοιμηθώ λίγο ακόμα. Μέχρι να ξημερώσει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου