Αναγνωρίζω την
αρχή του φθινοπώρου από την αναγκαστική αποχώρηση της ζέστης.
Την ξεθωριασμένη
μυρωδιά του αντηλιακού καρύδας.
Τον πρωινό δροσερό
αέρα που θίγεται από την παρουσία του κλιματιστικού.
Τους φίλους που
έβαλαν κεφάλια μέσα και χουζουρεύουν στο σπίτι, αντί να θερίζουν παραλίες και
βουνά.
Από την
απεγνωσμένη επιθυμία μου να δημιουργήσω.
Την αρχή του
φθινοπώρου, την αντιλαμβάνομαι κάθε απόγευμα που ο ήλιος, δύοντας, δεν μου
σκοτίζει τα μάτια από το ανοιχτό παράθυρο.
Από την εικόνα της
θάλασσας που γαληνεύει ήρεμα κάθε δείλι.
Από την πρόθεσή μου
να βρω τη δική μου ήρεμη δύναμη.
Από τις άσβεστες
φλόγες του καλοκαιριού που κρύβονται μην τις σβήσουν τα πρωτοβρόχια.
Από την ανάγκη
μου να κοιμηθώ νωρίς.
Αναγνωρίζω την
αρχή του φθινοπώρου από το βαλς που χορεύουν τα όνειρα με την αρχή της σεζόν.
Από τους στόχους
που βρίσκουν νέες προθεσμίες να υλοποιηθούν.
Από την έναρξη
σχολείων, δουλειών και το κλείσιμο των λαηβ σε θερινά
κουτούκια.
Αλλιώτικο
φθινόπωρο φέτος, όπως αλλιώτικη και η άνοιξη και το καλοκαίρι μας.
Με τούτα που μας έμελλε να ζήσουμε, μας έμεινε να
ελπίζουμε σε έναν ίδιο χειμώνα. Μια ελπίδα και η
καταπιεσμένη νότα για ζωή μέσα μας.
Ένα, δεν
καταλάβαμε τόσους μήνες.
Ότι η ευκαιρία να
ζήσουμε, ξυπνά μαζί μας κάθε πρωί. Ίσως αυτή να μην κοιμάται και ποτέ. Εμείς κοιμόμαστε
– πάνω μας και όρθιοι. Τόσο πολύ προσαρμοστήκαμε
στην ανασφάλεια, που δεν καταλάβαμε ότι αποκτήσαμε μιαν υπέροχη δεξιότητα, να
προσαρμοζόμαστε.
Τόσο πολύ δεχτήκαμε
ότι όλα είναι αβέβαια, άγνωστα και ανοίκεια, που αντί να ρουφάμε τους χυμούς που
αναβλύζει το σήμερα, μεμψιμοιρούμε για το πώς θα ξεδιψάσουμε το αύριο.
Αύριο. Αύριο -και καλά!
Θαύμασα αυτούς τους λωλούς (*τρελούς), που τους τελευταίους μήνες ήταν παθιασμένα ευτυχισμένοι και εξωφρενικά απερίσκεπτοι για να καταλάβουν τη ματαιοδοξία του κόσμου.
Θαύμασα τους αιθεροβάμονες, που αντικατέστησαν τον ρεαλισμό με φαντασιόπληκτες φιλοδοξίες και γελούσαν χορτασμένοι, σαν να τις φτάσανε ήδη.
Θαύμασα τους παρορμητικούς, που η ακατανίκητη δίψα τους για θόρυβο, τους καταντούσε ευάλωτους μπροστά στους μετρημένους. Και δεν τους ένοιαζε δεκάρα τσακιστή.
Θαύμασα και θαυμάζω τους μεθυσμένους από την ηδονή του έρωτα που καταλήγουν θεατές της, χωρίς έλεγχο, ζωής τους.
Κι επειδή το μόνο που θαυμάζω είναι και το μόνο που φοβάμαι στην τελική, προσπάθησα να τους μοιάσω. Για να εξελιχθώ.
Γιατί όπου φοβάσαι να πας, εκεί είναι που ανακαλύπτεις τις δυνατότητές σου.
«Αυτοί», σκέφτηκα, «δεν κοιμούνται όρθιοι. Αντί να πουν ότι κάποιος έβλαψε την κανονικότητά τους, έγιναν οι ίδιοι μια κανονικότητα που λάτρεψαν».
Οι μεγαλύτερες καραντίνες είναι εκείνες που μπαίνουμε μόνοι μας.
Μα, κάτω από τον ίδιο ουρανό είμαστε ακόμα, ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω μας. Οι ίδιοι σπουδαίοι άνθρωποι. Τα ίδια όνειρα έχουμε ακόμα. Πάνω κάτω τους ίδιους σημαντικούς ανθρώπους κοιτάμε πλάι μας. Τις ίδιες ανάγκες κι επιθυμίες έχουμε ακόμα.
Έρχεται αλλιώτικο φθινόπωρο αλλά από εσένα εξαρτάται αν, θετικά, το αλλιώσεις. Σκέψου τι θα πει ο φετινός χειμώνας σου, εαν αντικρύσει έναν καλύτερο αλλιώτικον «εσύ».
Δεν έχω καλύτερη
ερώτηση από αυτή «πριν από τη φετινή άνοιξή σου, τι ήλπιζες να συμβεί;»
Δεν έχω καλύτερη απάντηση από αυτή «την άνοιξη σου εσύ τη φτιάχνεις, έτσι κι αλλιώς. Φέτος και πάντα».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου