Κατέβαινε αδέξια τις σκάλες πριν ακόμα κλείσει η πόρτα του διαμερίσματος της. Τα τακούνια της αντήχησαν μέχρι τον 4ο. Βγήκε από την πόρτα της πολυκατοικίας με ένα κακοσυνδιασμένο κλασικό συνολάκι. Λαδί μπλούζα με σκούρο μπλε στη φούστα -έμοιαζε με pencil αλλά την αγόρασε για Slip skirt. Κοτσάρισε τη φράντζα της στη βιτρίνα του μαγαζιού με τις μπουγάτσες, που ήταν κλειστό λόγω καραντίνας, και συνέχισε να περπατάει το ίδιο άγαρμπα για μερικά μέτρα.
Ένα παιδί με πατερίτσες καθόταν σκυθρωπό στο πάρκο
και ακουμπούσε πάνω σε μια παλάσκα*. Το πάρκο ήταν άδειο. Ούτε φωνές ούτε
τσιρίδες. Υπό άλλες περιστάσεις θα την ανακούφιζε αυτό, αλλά «γαμώτο, πόσο νέκρα η γειτονιά», την
εξέπληξε η σκέψη της.
Ο σιμιτζής* έλειπε, το ίδιο και η μικρή καρότσα που φόρτωνε με φρεσκο-μυρωδάτα κουλούρια κάθε πρωί. Τον θεωρούσε έναν βαρηλάτη* γέρο, που έχει όρεξη για κουβέντα ﮲ αλλά αν τον έβλεπε σήμερα, θα τον χαιρετούσε.
Πέρασε την κύρια ξύλινη είσοδο των κυβερνητικών γραφείων και έφτασε στο απέναντι κτίριο, αυτό της μητρόπολης, σαν να ήξερε τα κατατόπια. Θυμήθηκε ότι είχε ακόμα τη μάσκα στο πιγούνι και την τράβηξε πρόχειρα μπροστά στη μύτη.
Τα άβαφτα μάτια της σκυθρώπιασαν. «Σήμερα χάσαμε και τη γιαγιά».
Η γυναίκα στο γραφείο απέναντι έσφιξε τα χείλη
κάτω από τη φούξια μάσκα και της έκανε νεύμα να καθίσει.
«Σε τρεις μήνες χάσαμε τρεις παππούδες. Σαν να κάποιος μας ξεριζώνει τα παιδικά μας χρόνια, καταλαβαίνεις; Καλά.. και το παρόν μας ξεριζώνουν αλλά τέλος πάντων..»
«Αύριο στις 11.00 και μεθαύριο στις 14.00 είναι ελεύθερος ο πάτερ. Πότε να το βάλω;»
«Μεθαύριο» πέταξε –λες κι έκλεινε ραντεβού για
νύχια. «Έχετε τον αριθμό μου, ας με καλέσει ο υπεύθυνος για το φέρετρο».
Το γραφείο της μητρόπολης ήταν ένα φωτεινό άσπρο κτίριο με ωραία παλιά αρχιτεκτονική, καλά συντηρημένο. Εκείνη το ένιωθε ένα πρόστυχο καταγώγιο μέσα στο οποίο ζουν μαύρα κοράκια που της τρώνε την ψυχή, ζωντανή.
«Ζωντανή ακόμα και πρέπει να είσαι ευγνώμων», την κορόιδευε η σκέψη της.
Μπούχτισε με τις ευγνωμοσύνες γι’ αυτούς που
φεύγουν, γι’ αυτούς που μένουν, για τη ζωή και τον εαυτό της. Πουθενά δεν ήθελε
να είναι ευγνώμων. Ήθελε μόνο να περάσουν όλα, το γρηγορότερο δυνατό. Να πάψουν
οι περιορισμοί, να βγουν οι φίλοι από την καραντίνα, να μην μυρίζει θάνατος
δίπλα της, να τσιρίζουν τα παιδιά πάλι στο πάρκο, να ξεπροβάλει η Ματίνα από
την πόρτα να τη ρωτάει με περιέργεια γι’ αυτόν που φιλοξένησε το προηγούμενο
βράδυ, να αγκαλιάσει τη γιαγιά –τη μία που της έμεινε, να φιλήσει τη μάνα της
που έχει 14 ημέρες να δει, να πάει να ακούσει λαηβ ανάμεσα σε κόσμο –πολύ
κόσμο, να πιει κρασί βαρύ παραδοσιακό και να μεθύσει από έρωτα χωρίς να φοράει
μάσκα.
Μια ζωή σε δεκανίκια δεν μπορούν να τη ζήσουν οι μάζες. Το πλήθος διψά να νιώσει την κοινωνική του υπόσταση όσο ποτέ άλλοτε. Κι όσο πιο πολύ διψά τόσο περισσότερο το φυλακίζουν. Πρώτα περιορισμός, μετά καραντίνα, μετά φυλακή, μετά απομόνωση, μετά απομόνωση με βασανιστήρια. Το ένα και το αυτό είναι, δεν έχει διαφορά.
Είναι κι αυτοί που έλεγαν «θα περάσει» ή «σιγά μωρέ, μην ακούτε τι σας λένε», που βαρέθηκαν κι αυτοί. Κουράστηκαν. Όλοι κουράστηκαν. Έγινε η ζωή σαν ένας κύβος Ρούμπικ που δεν λύνεται με τίποτα. Όλο πλησιάζεις να ταιριάξεις τα χρώματα, κι ύστερα από λίγο, ξανά χρωματοσαλάτα.
… Άνοιξε το κουτί παπουτσιών που είχε κρυμμένο ανάμεσα σε κάτι πατανίες* και χρησίμευε για να φυλάει χρήσιμα κι άχρηστα πράγματα. Έβγαλε ένα δίπλωμα εξειδίκευσης που έλαβε τρεις μήνες πριν και το ξέχασε ήδη, ένα τετράδιο με σκέψεις απόκρυφες που γράφτηκαν την πρώτη καραντίνα για μια νεκρή πόλη. Έβγαλε την επιστολή πρόσληψης της σε μια δουλειά πριν πέντε μήνες κι ευχαριστήρια γράμματα από αναγνώστες του μπλοκ της. Έβγαλε και την ταυτότητά της να θυμηθεί ποια είναι. Τα άπλωσε όλα στο καρό σκέπασμα κι έμεινε να τα κοιτάει. Σαν να ζητούσε άφεση αμαρτιών, που ενώ η ζωή της εν καιρώ πανδημίας έμοιαζε με ανθισμένη τριανταφυλλιά, κάποιοι βίωσαν τα αγκάθια της.
*παλάσκα:
σχολική τσάντα
*σιμιτζής:
υπαίθριος μικροπωλητής ο οποίος πουλάει κουλούρια, κουλουράς
*βαρηλάτης:
δυσκίνητος, βαρύς χαρακτήρας
*πατανίες:
κουβέρτες
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου