Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τα τριαντάφυλλα του 2020

 



Κατέβαινε αδέξια τις σκάλες πριν ακόμα κλείσει η πόρτα του διαμερίσματος της. Τα τακούνια της αντήχησαν μέχρι τον 4ο. Βγήκε από την πόρτα της πολυκατοικίας με ένα κακοσυνδιασμένο κλασικό συνολάκι. Λαδί μπλούζα με σκούρο μπλε στη φούστα -έμοιαζε με pencil αλλά την αγόρασε για Slip skirt. Κοτσάρισε τη φράντζα της στη βιτρίνα του μαγαζιού με τις μπουγάτσες, που ήταν κλειστό λόγω καραντίνας, και συνέχισε να περπατάει το ίδιο άγαρμπα για μερικά μέτρα.

Ένα παιδί με πατερίτσες καθόταν σκυθρωπό στο πάρκο και ακουμπούσε πάνω σε μια παλάσκα*. Το πάρκο ήταν άδειο. Ούτε φωνές ούτε τσιρίδες. Υπό άλλες περιστάσεις θα την ανακούφιζε αυτό, αλλά «γαμώτο, πόσο νέκρα η γειτονιά», την εξέπληξε η σκέψη της.

Ο σιμιτζής* έλειπε, το ίδιο και η μικρή καρότσα που φόρτωνε με φρεσκο-μυρωδάτα κουλούρια κάθε πρωί. Τον θεωρούσε έναν βαρηλάτη* γέρο, που έχει όρεξη για κουβέντα αλλά αν τον έβλεπε σήμερα, θα τον χαιρετούσε.

Πέρασε την κύρια ξύλινη είσοδο των κυβερνητικών γραφείων και έφτασε στο απέναντι κτίριο, αυτό της μητρόπολης, σαν να ήξερε τα κατατόπια. Θυμήθηκε ότι είχε ακόμα τη μάσκα στο πιγούνι και την τράβηξε πρόχειρα μπροστά στη μύτη.

Τα άβαφτα μάτια της σκυθρώπιασαν. «Σήμερα χάσαμε και τη γιαγιά».

Η γυναίκα στο γραφείο απέναντι έσφιξε τα χείλη κάτω από τη φούξια μάσκα και της έκανε νεύμα να καθίσει.

«Σε τρεις μήνες χάσαμε τρεις παππούδες. Σαν να κάποιος μας ξεριζώνει τα παιδικά μας χρόνια, καταλαβαίνεις; Καλά.. και το παρόν μας ξεριζώνουν αλλά τέλος πάντων..»

«Αύριο στις 11.00 και μεθαύριο στις 14.00 είναι ελεύθερος ο πάτερ. Πότε να το βάλω;»

«Μεθαύριο» πέταξε –λες κι έκλεινε ραντεβού για νύχια. «Έχετε τον αριθμό μου, ας με καλέσει ο υπεύθυνος για το φέρετρο».

Το γραφείο της μητρόπολης ήταν ένα φωτεινό άσπρο κτίριο με ωραία παλιά αρχιτεκτονική, καλά συντηρημένο. Εκείνη το ένιωθε ένα πρόστυχο καταγώγιο μέσα στο οποίο ζουν μαύρα κοράκια που της τρώνε την ψυχή, ζωντανή.

«Ζωντανή ακόμα και πρέπει να είσαι ευγνώμων», την κορόιδευε η σκέψη της.

Μπούχτισε με τις ευγνωμοσύνες γι’ αυτούς που φεύγουν, γι’ αυτούς που μένουν, για τη ζωή και τον εαυτό της. Πουθενά δεν ήθελε να είναι ευγνώμων. Ήθελε μόνο να περάσουν όλα, το γρηγορότερο δυνατό. Να πάψουν οι περιορισμοί, να βγουν οι φίλοι από την καραντίνα, να μην μυρίζει θάνατος δίπλα της, να τσιρίζουν τα παιδιά πάλι στο πάρκο, να ξεπροβάλει η Ματίνα από την πόρτα να τη ρωτάει με περιέργεια γι’ αυτόν που φιλοξένησε το προηγούμενο βράδυ, να αγκαλιάσει τη γιαγιά –τη μία που της έμεινε, να φιλήσει τη μάνα της που έχει 14 ημέρες να δει, να πάει να ακούσει λαηβ ανάμεσα σε κόσμο –πολύ κόσμο, να πιει κρασί βαρύ παραδοσιακό και να μεθύσει από έρωτα χωρίς να φοράει μάσκα.

Μια ζωή σε δεκανίκια δεν μπορούν να τη ζήσουν οι μάζες. Το πλήθος διψά να νιώσει την κοινωνική του υπόσταση όσο ποτέ άλλοτε. Κι όσο πιο πολύ διψά τόσο περισσότερο το φυλακίζουν. Πρώτα περιορισμός, μετά καραντίνα, μετά φυλακή, μετά απομόνωση, μετά απομόνωση με βασανιστήρια. Το ένα και το αυτό είναι, δεν έχει διαφορά.

Είναι κι αυτοί που έλεγαν «θα περάσει» ή «σιγά μωρέ, μην ακούτε τι σας λένε», που βαρέθηκαν κι αυτοί. Κουράστηκαν. Όλοι κουράστηκαν. Έγινε η ζωή σαν ένας κύβος Ρούμπικ που δεν λύνεται με τίποτα. Όλο πλησιάζεις να ταιριάξεις τα χρώματα, κι ύστερα από λίγο, ξανά χρωματοσαλάτα.

… Άνοιξε το κουτί παπουτσιών που είχε κρυμμένο ανάμεσα σε κάτι πατανίες* και χρησίμευε για να φυλάει χρήσιμα κι άχρηστα πράγματα. Έβγαλε ένα δίπλωμα εξειδίκευσης που έλαβε τρεις μήνες πριν και το ξέχασε ήδη, ένα τετράδιο με σκέψεις απόκρυφες που γράφτηκαν την πρώτη καραντίνα για μια νεκρή πόλη. Έβγαλε την επιστολή πρόσληψης της σε μια δουλειά πριν πέντε μήνες κι ευχαριστήρια γράμματα από αναγνώστες του μπλοκ της. Έβγαλε και την ταυτότητά της  να θυμηθεί ποια είναι. Τα άπλωσε όλα στο καρό σκέπασμα κι έμεινε να τα κοιτάει. Σαν να ζητούσε άφεση αμαρτιών, που ενώ η ζωή της εν καιρώ πανδημίας έμοιαζε με ανθισμένη τριανταφυλλιά, κάποιοι βίωσαν τα αγκάθια της.

 

 

*παλάσκα: σχολική τσάντα

*σιμιτζής: υπαίθριος μικροπωλητής ο οποίος πουλάει κουλούρια, κουλουράς

*βαρηλάτης: δυσκίνητος, βαρύς χαρακτήρας

*πατανίες: κουβέρτες 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η τελευταία παρτίδα

Σου χρωστώ ένα «ευχαριστώ» για την καλύτερη παρτίδα που παίξαμε μαζί, τη δική μας. Ούτε κρυμμένα φύλλα, ούτε κομπάρσοι, ούτε δόλια μέσα. Καθαρό παιχνίδι, ντόμπρο και με διαφάνεια.

Πώς να αλλάξεις τον σύντροφο σου

  Η υγιής εκδοχή μιας σχέσης οδηγεί τα μέλη της στο να γίνονται και τα δύο, καλύτεροι άνθρωποι .  Τι σημαίνει όμως, «γίνεται ο άλλος καλύτερος άνθρωπος» και με βάση ποιανού τις προσδοκίες; Όλοι γνωρίζουμε σχέσεις που τις χαρακτηρίζει η μιζέρια, η δυστυχία κι ο μόνιμος συμβιβασμός, σε μια κοινή ζωή που κανένας από τους δύο δεν θα ήθελε πραγματικά. Επίσης, συναντάμε σχέσεις στις οποίες ο ένας εξελίσσεται θετικά σε διάφορους τομείς της ζωής του -συμπεριλαμβανομένης και της συντροφικότητας- και ο άλλος πιθανόν να μην έχει αυτή τη νοοτροπία ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα χάσμα μεταξύ των δύο μελών –το οποίο θα ήταν ευτύχημα αν κάποιος αντιλαμβανόταν και τελικά γεφύρωνε ή έκοβε. Δεν κάνουμε λόγο για αλλαγή της προσωπικότητας του άλλου, των αξιών του, των στόχων του ή των σκοπών της ζωής του, που τον κάνουν να έχει μια υγιή καθημερινότητα. Ούτε για τις συνήθειες που τον πάνε στην πρόοδο μιλάμε, ούτε για το περιβάλλον όπως είναι οι φίλοι του ﮲ ούτε καν για τις ατέλ...

Οι άνθρωποι που συναντάς στις διακοπές

  Εκείνοι που ακόμα κι αν δεν ξανασυναντήσεις ποτέ, έχουν ήδη προσθέσει με τη συμπεριφορά τους ένα όμορφα θετικό κομμάτι στις αναμνήσεις των διακοπών σου. Μπορεί να είναι η κοπέλα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, ο σερβιτόρος στην ταβέρνα που επισκέφθηκες, η πωλήτρια σε ένα κατάστημα, ο πλανώδιος με τα μπαλόνια, ο τύπος στο περίπτερο που πήρες καπνό ή ο ψαράς με το καλημέρα και το πλατύ χαμόγελο. Σε μια πρόσφατη συζήτηση που είχα, όταν ρώτησα το συνομιλητή πώς πέρασε στις διακοπές απάντησε «Τέλεια! Το προσωπικό εκεί ήταν πολύ φιλικό και φιλόξενο. Με εξέπληξαν. Ήταν πολύ καλοί και με τον γιο μου» . Δεν μου ανέφερε πώς του φάνηκε η χώρα, ποιους αρχαιολογικούς λόγους επισκέφτηκαν, σε ποια μουσεία πήγαν ή τι δραστηριότητες έκαναν εκεί. Μόνο το συναίσθημα που ένιωσε από τους ανθρώπους του καταλύματος. Κανένας από αυτούς τους ανθρώπους του καταλύματος δεν ξέρει πραγματικά πόσο τον επηρέασε. Όμως, το έκανε. Όχι με κόπο ή με σκοπό, απλώς το έκανε με μια απλή χειρονομία, με ένα βλέμμα που δή...