Οι άνθρωποι έχουν μάθει να κυνηγάνε κάτι. Συνεχώς και αδιάκοπα. Σαν να βρίσκονται, κοιτάνε και ζουν μέσα από κιάλια για το πού ιδανικά θέλουν να φτάσουν όντας αφελείς αγνώμονες για την ομορφιά μέσα στην οποία βρίσκονται.
Στόχος αυτού του κυνηγητού;
Να αισθανθούν καλύτερα
από πριν, να πετύχουν, να διαπρέψουν, να τους αναγνωρίσουν, να τους αγαπήσουν, να
καλύψουν ανάγκες, να χορτάσουν όνειρα, να νιώσουν σημαντικότεροι, να ευτυχίσουν.
Μια τροχάδην για τις σπουδές, μια τρέξιμο για την ιδανική δουλειά, μια για τη
θέση που τη νομίζουν καλύτερη από την προηγούμενη, μια βάδην για το αψεγάδιαστο
σώμα, μια για τους κατάλληλους ανθρώπους, μια τρεχαντήρι για το άλλο τους μισό,
μια για την οικογένεια που θα πρέπει
να στήσουν.
Χορταίνουν τελικά; Ποτέ!
Κουράζονται; Πάντα!
Η ευτυχία της οποίας,
το κυνήγι, κοστίζει πιο πολύ απ’ όσο αντέχεις δεν είναι ευτυχία. Είναι
μαζοχισμός. Κι αν τραβάνε κι άλλοι το λούκι το δικό σου, είναι σαδο-μαζοχισμός.
Επειδή τα θέλω σου θα παραμείνουν χαμένες Ατλαντίδες και τα όνειρα σου Ιθάκες, που δεν φτάνεις ποτέ.
Με παρεξήγησες! Όχι γιατί δεν τα καταφέρνεις,
αλλά επειδή και να τα καταφέρεις, δεν θα χορτάσεις. Χάνεις στη διαδρομή τα πιο
ωραία μαθήματα που σε «ταΐζουν» οι εμπειρίες σου. Όλες εκείνες τις φορές που η
ζωή σε διάψευσε. Τις φορές που σκέφτηκες «η ζωή είναι σκατά», και αντίκρυσες
την πιο όμορφη εκδοχή της. Όπως όταν είπες «η ζωή είναι μικρή» και την είδες μεγάλο
θεριό να σε καταπίνει. Τη στιγμή που είπες «δεν αντέχω άλλο», και ήρθε το άλλο,
για να δεις πως αντέχεις κι αυτό. Το λεπτό που σκέφτηκες «ως εδώ ήταν», και
είδες πως πέρασες άλλες χίλιες δυο στάσεις μέχρι τον τελικό προορισμό σου.
Κι όταν τελικά τα είδες
όλα να μπαίνουν σε τάξη και έγειρες το κεφάλι στην πολυθρόνα της ανακούφισης,
ένα τράνταγμα τα έκανε όλα κομματάκια, θρυψαλάκια. Ίσως ήταν η επιλογή σου που
παραπάτησε, ίσως μια συγκυρία που «έτυχε».
Σε άκουσα να λες «δεν
θέλω να πάθω για να μάθω», μα ξέρεις πως έχεις προλάβει το επόμενο κακό, επειδή
έμαθες. Παρκάρεις στην άκρη και ξαποσταίνεις από τις φουρτούνες σου για να
προχωρήσεις πάλι. Τελικά πιάνει βροχή, και χωρίς ομπρέλα μαθαίνεις να
χρησιμοποιείς τη σακούλα για αδιάβροχο. Αλήθεια,
πώς θα μάθαινες διαφορετικά;
Δεν έχεις εσύ την ευθύνη
να σε νοιαστούν, να σε αναγνωρίσουν, να σε στηρίξουν οι άλλοι. Ευθύνη τους είναι.
Αλλά, να σε ευτυχίσεις, την έχεις μόνο
εσύ.
Σταμάτα λίγο. Κοίτα
γύρω σου! Ώσπου έφτασες; Πόσους προσπέρασες; Ποιος έγινες; Ποιοι σε
συντροφεύουν ακόμα; Ποιες αξίες απέκτησες; Και ποιες δεξιότητες; Τι παρατηρείς
δίπλα σου που δεν προλάβαινες να δεις όταν έτρεχες; Τι πόρους αξιοποίησες; Πώς τους
αξιοποίησες; Τι έγινες; Τι, άνθρωπος, έγινες; Αισθάνθηκες ποτέ καθόλου ευτυχία
γι’ αυτά; Ευγνωμοσύνη;
Και πώς περιμένεις, ρε
άνθρωπε, η ευτυχία να έρθει; Αφού την έχεις ήδη και δεν την τιμάς και τούμπαλιν!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου