Στο παλιό λιμάνι την ώρα που τέμνονται θάλασσα και ουρανός. Αγνοώντας το χρυσοπορτοκαλί στο βάθος, οι άνθρωποι ξεβράζουν τα της εβδομάδας στις καφετέριες, κι ας πίνουν μπίρα pint μεγάλο, αντί καφέ.
Την ίδια ώρα που μακαρίζουν όλους τους άλλους, για όσα είχαν, έχουν και θα συνεχίσουν να έχουν, με αυτομομφή, επιλέγουν να μηρυκάζουν τα του οίκου τους. Μετανιώνουν για τον τρόπο που διαχειρίστηκαν κάποιον, κράζουν για την ευθύνη του άλλου και αναρωτιούνται ποιο είναι το νόημα για όσα πράττουν. Κάνουν κι ένα τσιαρς, μπας και ξεχάσουν το ξεπάγιασμα μέσα τους.
Είναι αυτές οι φορές που επιβεβαιώνω
πόσο «άρρωστοι» μπορούμε να γίνουμε, κολλημένοι σε κάτι χθεσινά και ατέλειωτα
παραμύθια, που πασχίζουμε να τελειώσουμε πάση θυσία με χαππη εντ. Προβλέπουμε
για τη ζωή του άλλου τι θα γίνει, πώς θα γίνει, πότε θα γίνει και κυρίως
συμβουλεύουμε τι πρέπει να κάνει, μα και η δική μας ζωή είναι, ένα μπουρδέλο και
μισό.
Ο καλύτερος ανταγωνιστής που αξίζει
να έχει ο άνθρωπος είναι ο εαυτός του μέχρι χθες. Ένα βήμα να κάνει περισσότερο
από αυτόν, θριάμβευσε. Υπάρχει ένας μοναδικός λόγος που χρησιμεύουν τα χθεσινά.
Για να πατήσεις πάνω τους, να τα τσαλαπατήσεις, και να ανέβεις ψηλότερα.
Κανένας άλλος.
Εν τω μεταξύ ο ήλιος έδυσε αλλά αυτοί
δεν λένε να ξεκολλήσουν από τα χθεσινά. Θα καθόμουν άνετα σε ένα τραπέζι που
δεν με ξέρουν, φτάνει να μιλούσαν για τα αύριο και τα τώρα. Που θα κοιτούν
συχνότερα τη θάλασσα ενώ μιλάνε και θα μύριζουν την αλμύρα, εκτός από το
σουβλάκι που 'χουν για τσίμπημα.
Σήμερα, είδα κυκλάμινα στον κήπο μου. Μάλλον προχθές όταν έσκασαν μύτη δεν τα πρόσεξα. Α! Και μια πεταλούδα. Ρε φίλε, πεταλούδα! Πόσο καιρό έχω να δω πεταλούδα. Βασικά, πόσο καιρό έχω να της δώσω σημασία.
Σαν κι εσάς είμαι, μη νομίζετε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου